Υπόδειγμα άσκησης στο κεφάλαιο 2 της βιολογίας κατεύθυνσης

Ένας φάγος με δίκλωνο DNA μολύνει ένα βακτήριο. Το βακτήριο αυτό βρίσκεται σε θρεπτικό υλικό κυτταροκαλλιέργειας. Προκειμένου ο φάγος να δημιουργήσει τους απογόνους του, ξεκινάει την αντιγραφή του DNA του, αμέσως μόλις αυτό εισαχθεί στο βακτήριο. Στο θρεπτικό υλικό του βακτηρίου, όμως, παρέχονται μονάχα νουκλεοτίδια ραδιενεργού αζώτου. Μετά από τρεις κύκλους αντιγραφής, τα νέα μόρια DNA συγκροτούν νέους φάγους, οι οποίοι εξέρχονται από το βακτήριο. Οι νέοι φάγοι μεταφέρονται σε άλλη κυτταροκαλλιέργεια, όπου μολύνουν ισάριθμα βακτήρια. Στο θρεπτικό υλικό της νέας κυτταροκαλλιέργειας παρέχονται μονάχα νουκλεοτίδια ραδιενεργού φωσφόρου. Μέσα σε κάθε μολυσμένο βακτήριο, ο φάγος επιτελεί άλλους δύο κύκλους αντιγραφής του DNA του.

α. πόσα ιικά μόρια DNA προκύπτουν τελικά;

β. πόσοι κλώνοι των τελικών μορίων DNA αποτελούνται από νουκλεοτίδια ραδιενεργού αζώτου και πόσοι από νουκλεοτίδια ραδιενεργού φωσφόρου;

γ. πόσα από τα τελικά μόρια είναι υβρίδια (δηλαδή έχουν διαφορετική χημική σύσταση νουκλεοτιδίων στους δύο κλώνους τους);

 

Λύση…

α. Λέγοντας ιικά μόρια DNA, εννοούμε μόρια DNA του ιού, δηλαδή του φάγου. Ο αρχικός φάγος διαθέτει ένα μόριο νουκλεϊκού οξέος, του οποίου οι δύο κλώνοι είναι αποκλειστικά κατασκευασμένοι από μη ραδιενεργά νουκλεοτίδια. Το μόριο αυτό αντιγράφεται τρεις φορές, εντός του μολυσμένου βακτηρίου.

Κατά την πρώτη αντιγραφή, το μόριο DNΑ που εισάγει ο φάγος στο βακτήριο «ξετυλίγεται» και καθένας από τους δύο κλώνους χρησιμεύει ως καλούπι για τη σύνθεση ενός νέου, συμπληρωματικού κλώνου. Οι νέοι κλώνοι που συντίθενται αποτελούνται αποκλειστικά από νουκλεοτίδια ραδιενεργού αζώτου. Έτσι, καθένα από τα δύο δίκλωνα μόρια DNA που προκύπτουν έχει έναν κλώνο αποτελούμενο από μη ραδιενεργά νουκλεοτίδια και έναν κλώνο αποτελούμενο από νουκλεοτίδια ραδιενεργού αζώτου:

Κ/Κ → Κ/Ν και Κ/Ν

[όπου Κ: κλώνος μη ραδιενεργών νουκλεοτιδίων, Ν: κλώνος νουκλεοτιδίων ραδιενεργού αζώτου]

Κατά τη δεύτερη αντιγραφή, εφαρμόζεται και πάλι ο ημισυντηρητικός τρόπος. Με καλούπι κάθε αλυσίδα (οποιασδήποτε σύστασης) συντίθεται ένας κλώνος νουκλεοτιδίων ραδιενεργού αζώτου. Προκύπτουν τέσσερα μόρια, των οποίων η σύσταση κλώνων φαίνεται παρακάτω:

Κ/Ν → Κ/Ν και Ν/Ν

Κ/Ν → Κ/Ν και Ν/Ν

Κατά την τρίτη αντιγραφή, όλοι οι νεοσυντιθέμενοι κλώνοι κατασκευάζονται επίσης από νουκλεοτίδια ραδιενεργού αζώτου. Προκύπτουν τα ακόλουθα οχτώ μόρια:

Κ/Ν → Κ/Ν και Ν/Ν

Κ/Ν → Κ/Ν και Ν/Ν

Ν/Ν → Ν/Ν και Ν/Ν

Ν/Ν → Ν/Ν και Ν/Ν

Αφού προέκυψαν οχτώ μόρια DNA, οχτώ θα είναι και οι νέοι φάγοι που τα περιέχουν (ένα μόριο στον καθένα). Οι οχτώ αυτοί φάγοι, στην άλλη καλλιέργεια όπου μεταφέρονται, μολύνουν ισάριθμα βακτήρια, ακολουθώντας τη λογική πολλαπλασιασμού που εφαρμόστηκε παραπάνω. Αξίζει να σημειωθεί πως δύο από τους οχτώ φάγους διαθέτουν DNA σύστασης Κ/Ν και οι υπόλοιποι έξι φάγοι διαθέτουν DNA σύστασης Ν/Ν.

Ας δούμε πρώτα τι γενετικό υλικό θα προκύψει από τις δύο διαδοχικές αντιγραφές των (δύο) φάγων σύστασης Κ/Ν.

Κ/Ν → Κ/Ρ και Ν/Ρ → Κ/Ρ, Ρ/Ρ, Ν/Ρ και Ρ/Ρ

Κ/Ν → Κ/Ρ και Ν/Ρ → Κ/Ρ, Ρ/Ρ, Ν/Ρ και Ρ/Ρ

[όπου Ρ: κλώνος νουκλεοτιδίων ραδιενεργού φωσφώρου]

Ας δούμε τώρα τι γενετικό υλικό θα προκύψει από τις δύο διαδοχικές αντιγραφές των (έξι) φάγων σύστασης Ν/Ν.

Ν/Ν → Ν/Ρ και Ν/Ρ → Ν/Ρ, Ρ/Ρ, Ν/Ρ και Ρ/Ρ

Ν/Ν → Ν/Ρ και Ν/Ρ → Ν/Ρ, Ρ/Ρ, Ν/Ρ και Ρ/Ρ

Ν/Ν → Ν/Ρ και Ν/Ρ → Ν/Ρ, Ρ/Ρ, Ν/Ρ και Ρ/Ρ

Ν/Ν → Ν/Ρ και Ν/Ρ → Ν/Ρ, Ρ/Ρ, Ν/Ρ και Ρ/Ρ

Ν/Ν → Ν/Ρ και Ν/Ρ → Ν/Ρ, Ρ/Ρ, Ν/Ρ και Ρ/Ρ

Ν/Ν → Ν/Ρ και Ν/Ρ → Ν/Ρ, Ρ/Ρ, Ν/Ρ και Ρ/Ρ

Διαπιστώνουμε πως τα τελικά μόρια DNA είναι 32. Αναλυτικά:

2 μόρια Κ/Ρ

14 μόρια Ν/Ρ

16 μόρια Ρ/Ρ

β. Αφού υπάρχουν 14 μόρια Ν/Ρ, 14 είναι οι κλώνοι νουκλεοτιδίων ραδιενεργού αζώτου. Αφού υπάρχουν 2 μόρια Κ/Ρ, 14 μόρια Ν/Ρ και 16 μόρια Ρ/Ρ, 48 θα είναι οι κλώνοι νουκλεοτιδίων ραδιενεργού φωσφόρου.

γ. Υβρίδια είναι τα 2 μόρια Κ/Ρ και τα 14 μόρια Ν/Ρ. Συνολικά, ανέρχονται στα 16.

Μερικές επεξηγήσεις και ένα video για την έκφραση του DNA

Κάθε κύτταρο έχει το ρόλο του. Άλλο συσπάται για να πραγματοποιηθούν κινήσεις, άλλο αμύνεται εναντίον μικροβίων, άλλο διασπάει τροφές, άλλο δέχεται και μεταβιβάζει ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Φυσικά, παραδείγματα υπάρχουν πολλά ακόμα. Παρά, όμως, τη μεγάλη ποικιλία ρόλων, που διαφοροποιεί τα κύτταρα μεταξύ τους, υπάρχουν και κάποια κοινά σημεία μεταξύ των κυττάρων αυτών. Ένα από αυτά τα κοινά σημεία είναι η ανάγκη τους για πρωτεΐνες. Όλα τα κύτταρα παράγουν πρωτεΐνες. Πώς, όμως, εξηγείται η «εμμονή» των κυττάρων να παράγουν πρωτεΐνες; Απλούστατα, οι ουσίες αυτές είναι λειτουργικά μόρια. Δηλαδή, οι πρωτεΐνες είναι χημικές ουσίες με τις οποίες το κύτταρο επιτελεί τη λειτουργία του, όποια κι αν είναι αυτή. Είναι φανερό ότι ανάλογα με τη λειτουργία του, το κύτταρο παράγει και διαφορετικές πρωτεΐνες. Πχ. το κύτταρο που συσπάται παράγει μυοσίνη, το κύτταρο που αμύνεται παράγει ανοσοσφαιρίνες, το κύτταρο που διασπάει τροφές παράγει πεπτικά ένζυμα, το κύτταρο που μεταβιβάζει ερεθίσματα παράγει ακετυλοχολίνη. Εδώ, χρήσιμο είναι να αναφερθεί πως λειτουργικά μόρια δεν είναι μονάχα οι πρωτεΐνες (είναι και κάποια μόρια RNA), αλλά σίγουρα οι πρώτες κατέχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Πώς, λοιπόν, το κύτταρο θα συνθέσει πρωτεΐνες; Η διαδικασία ονομάζεται – προφανώς – πρωτεϊνοσύνθεση και χωρίζεται σε δύο βασικά στάδια. Το πρώτο είναι η μεταγραφή και το δεύτερο είναι η μετάφραση. Οι πορείες της μεταγραφής και της μετάφρασης συνοψίζονται με τον όρο έκφραση του DNA.

Για τη σύνθεση οποιασδήποτε πρωτεΐνης, απαραίτητη είναι η ύπαρξη γενετικής πληροφορίας. Η πληροφορία (δηλαδή η «συνταγή») για την κατασκευή της πρωτεΐνης είναι καταγραμμένη στο DNA. Για την ακρίβεια, είναι κωδικοποιημένη σε τμήματα (περιοχές) του DNA, που ονομάζονται γονίδια. Η κωδικοποίηση γίνεται με τις αζωτούχες βάσεις. Αυτές αποτελούν τα γράμματα με τα οποία γράφεται η «συνταγή». Απαραίτητη, όμως, είναι και η ύπαρξη ριβοσωμάτων. Τα ριβοσώματα είναι σωματίδια του κυττάρου που έχουν τη δυνατότητα να «διαβάζουν» τις αζωτούχες βάσεις και να καταλαβαίνουν ποια αμινοξέα πρέπει να συνδέσουν για να κατασκευάσουν σωστά την πρωτεΐνη. Το πρόβλημα είναι πως δε μπορούν να διαβάσουν τις βάσεις του γονιδίου, δηλαδή του τμήματος του DNA. Μπορούν, όμως, να διαβάσουν τις βάσεις ενός μονόκλωνου «αντίγραφου» του γονιδίου, που καλείται mRNA. Το μονόκλωνο αυτό μόριο κατασκευάζεται από ένα ένζυμο, την RNA πολυμεράση, μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται μεταγραφή. Το ίδιο το όνομα της διαδικασίας φανερώνει πως η γενετική πληροφορία του γονιδίου ξαναγράφεται σε ένα άλλο μόριο, το mRNA. Στη συνέχεια, τα ριβοσώματα «διασχίζουν» κατά μήκος το mRNA, «διαβάζοντας» ανά τρεις τις αζωτούχες βάσεις του, καθορίζοντας τη σειρά των αμινοξέων που θα συνδεθούν μεταξύ τους.

Εκείνο, λοιπόν, που διαφαίνεται είναι η τεράστια χρησιμότητα της έκφρασης του DNA. Είναι μια διαδικασία που αποσκοπεί στην παραγωγή χρήσιμων για το κύτταρο ουσιών, των πρωτεϊνών. Δεν έχει καμία σχέση με την αντιγραφή του DNA, που αποσκοπεί στη μεταβίβαση του DNA στην επόμενη κυτταρική γενιά.

Η έκφραση αποτελεί πραγμάτωση της γενετικής πληροφορίας του DNA. Η αντιγραφή είναι η επανακατασκευή του DNA.

Η έκφραση συμβαίνει για να μπορέσει το ίδιο το κύτταρο που την πραγματοποιεί να εκτελέσει το ρόλο που του αναλογεί. Έχει να κάνει με το παρόν. Η αντιγραφή συμβαίνει με σκοπό να λάβουν τα κύτταρα της επόμενης γενιάς το DNA, στην πληρότητά του. Έχει να κάνει με το μέλλον.

Επομένως, η άποψη που θέλει το DNA να αντιγράφεται, ύστερα να μεταγράφεται και ύστερα να μεταφράζεται, με στόχο να κατασκευαστεί μια πρωτεΐνη, είναι μια στρέβλωση της πραγματικότητας. Είναι μια επικίνδυνη παρεξήγηση! Άλλη σκοπιμότητα εξυπηρετεί η αντιγραφή και άλλη σκοπιμότητα εξυπηρετούν η μεταγραφή και η μετάφραση.

Στην αρχή του video (0:00 – 0:35) γίνεται μια σύντομη αναφορά στην οργάνωση του DNA. Ύστερα (0:36 – 1:12), διευκρινίζεται ότι το γονίδιο είναι τμήμα του τεράστιου μορίου του DNA, που κατέχει γενετική πληροφορία. Η RNA πολυμεράση είναι το ένζυμο που ξετυλίγει τη διπλή έλικα του γονιδίου, τοποθετώντας ταυτόχρονα συμπληρωματικά ριβονουκλεοτίδια προς τη μία από τις δύο πολυνουκλεοτιδικές αλυσίδες. Περιγράφεται, δηλαδή, η μεταγραφή, πορεία κατά την οποία κατασκευάζεται το (πρόδρομο) mRNA. Κατόπιν, παρουσιάζεται η ωρίμανσή του (1:13 – 1:26) και η μεταφορά του από τον πυρήνα προς το κυτταρόπλασμα (1:27 – 1:39). Τέλος (1:40 – 2:41), ξεκινάει η μετάφραση του mRNA από το ριβόσωμα, με την πολύτιμη συνδρομή των μορίων tRNA, τα οποία τοποθετούν διαδοχικά τα αμινοξέα που καθορίζονται από τις τριάδες βάσεων του mRNA.

Μερικές επεξηγήσεις και ένα video για την αντιγραφή του DNA

Ας φέρουμε στο νου μας έναν οποιονδήποτε πολυκύτταρο οργανισμό. Δεν έχει σημασία αν σκεφτόμαστε άνθρωπο, αράχνη, βάτραχο, καρχαρία ή χελιδόνι. Τα κύτταρα που απαρτίζουν τον οργανισμό αυτό αναπαράγονται με διχοτόμηση. Αναπαράγονται, όχι μόνο κατά την πορεία ανάπτυξης (δηλαδή «μεγαλώματος») του οργανισμού, αλλά καθόλη τη διάρκεια της ζωής του. Κατά την πορεία ανάπτυξης, η αναπαραγωγή των κυττάρων στοχεύει κυρίως στην αύξηση του αριθμού τους, προκειμένου ο οργανισμός να μεγαλώσει. Ύστερα, όταν η ανάπτυξη ολοκληρωθεί, η αναπαραγωγή εξυπηρετεί την αναπλήρωση νεκρών κυττάρων.

Κατά τη διχοτόμηση, που αποτελεί την τελευταία πράξη ενός κυττάρου, το κύτταρο χωρίζεται στα δύο. Έτσι, δημιουργούνται δύο νέα κύτταρα. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι φτάνοντας ένα κύτταρο στο τέλος της ζωής του, μετατρέπεται σε δύο καινούρια. Άρα, το τέλος της ζωής του ενός είναι η αρχή της ζωής δύο άλλων. Η διχοτόμηση αναφέρεται πολύ συχνά και ως κυτταρική διαίρεση.

Υπάρχουν κύτταρα που σκοπεύουν να διχοτομηθούν στο τέλος της ζωής τους και κύτταρα που δεν έχουν αυτό το σκοπό. Τα πρώτα έχουν πιο πολύπλοκη ζωή από τα δεύτερα. Είναι και τα πιο ενδιαφέροντα, γιατί αυτά μόνο πραγματοποιούν τη διαδικασία που ονομάζεται αντιγραφή του DNA, δηλαδή αντιγραφή του γενετικού υλικού. Η αντιγραφή αποσκοπεί στη διατήρηση και μεταβίβαση του DNA στην επόμενη κυτταρική γενιά, δηλαδή στα δύο νέα κύτταρα. Συνήθως, το κύτταρο που διχοτομείται αποκαλείται μητρικό και τα δύο νέα που προκύπτουν αποκαλούνται θυγατρικά. Το μητρικό κύτταρο έχει ένα συγκεκριμένο ποσό DNA, που είναι χαρακτηριστικό σε κάθε είδος οργανισμού. Πριν διχοτομηθεί, αντιγράφει το DNA αυτό, δηλαδή κατασκευάζει «άλλο τόσο». Ο πρόσκαιρος διπλασιασμός του DNA συμβαίνει για να λάβουν τα δύο νέα κύτταρα ίδιο ποσό γενετικού υλικού με αυτό που κατείχε το μητρικό κύτταρο. Είναι προφανές πως αν δε συνέβαινε η αντιγραφή, τα δύο νέα κύτταρα θα κληρονομούσαν λιγότερο DNA, συγκριτικά με αυτό που διαθέτει το μητρικό. Με τη σειρά τους, θα κληροδοτούσαν ακόμα λιγότερο DNA στους δικούς τους κυτταρικούς απογόνους, όταν θα διχοτομούνταν κι αυτά. Αυτό, όμως, είναι ασύμβατο με τη ζωή. Κάθε κύτταρο οφείλει να έχει το συγκεκριμένο ποσό γενετικού υλικού που χαρακτηρίζει το είδος του. Φυσικά, τα κύτταρα εκείνα που δε σκοπεύουν να διχοτομηθούν, δεν έχουν και λόγο να αντιγράψουν το DNA τους. Εμείς θα ασχοληθούμε με τα άλλα.

Η ζωή του διαιρούμενου κυττάρου χωρίζεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση ονομάζεται μεσόφαση και καταλαμβάνει, κατά κανόνα, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Η δεύτερη φάση ονομάζεται μίτωση (Μ) και περιλαμβάνει συγκεκριμένα γεγονότα, που οδηγούν το κύτταρο σε μια επιτυχή διχοτόμηση. Η μεσόφαση χωρίζεται σε τρία στάδια (G1, S, G2), τα οποία επίσης δεν έχουν ίση διάρκεια. Όλα αυτά φαίνονται και στο παρακάτω σχήμα.

cell-cycle

Όπως υποννοεί το βέλος στην εσωτερική περιφέρεια του σχήματος, η ζωή του κυττάρου ξεκινάει με το στάδιο G1. Δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε με το τι ακριβώς συμβαίνει σε κάθε στάδιο της μεσόφασης. Η αντιγραφή, ωστόσο, συμβαίνει στο στάδιο S της μεσόφασης. Το στάδιο αυτό δανείζεται το αρχικό γράμμα της λέξης «synthesis», που υποδηλώνει τη σύνθεση των νέων μορίων DNA. Όλα, ανεξαιρέτως, τα υπάρχοντα μόρια DNA αντιγράφονται στο στάδιο αυτό. Σε κάθε μόριο, καθένας από τους δύο κλώνους χρησιμεύει ως καλούπι για τη σύνθεση νέου, συμπληρωματικού κλώνου. Η διαδικασία είναι αρκετά πολύπλοκη και περιγράφεται στο ακόλουθο video.

Στην αρχή του video (0:00 – 0:25), παρουσιάζεται μια θηλιά αντιγραφής. Παρά τα όσα φαίνονται στο video, σε κάθε θηλιά αντιγραφής λειτουργούν δύο ελικάσες, οι οποίες «ανοίγουν» το μόριο του DNA προς αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι, δημιουργούνται δύο διχάλες αντιγραφής, οι οποίες απομακρύνονται. Στη συνέχεια του video (0:26 – 0:43) παρουσιάζεται η συμπληρωματικότητα των αζωτούχων βάσεων, ως απόρροια δράσης της πολυμεράσης και ύστερα (0:44 – 2:27), παρουσιάζονται τα γεγονότα που συμβαίνουν σε μία από τις δύο διχάλες αντιγραφής.

 

Διευκρινίσεις:

Origin of replication site: θέση έναρξης αντιγραφής

Helicase: DNA ελικάση

Primase: πριμόσωμα

RNA primer: πρωταρχικό τμήμα RNA

DNA polymerase: DNA πολυμεράση

DNA ligase: DNA δεσμάση

Single-strand binding protein: πρωτεΐνη που διατηρεί το DNA τοπικά μονόκλωνο, προκειμένου να μην «ξαναζευγαρώσουν» οι αζωτούχες βάσεις των αρχικών κλώνων

Okazaki fragment: τμήμα ασυνεχούς σύνθεσης

Nucleotide replacement enzyme: ένζυμα (πολυμεράσες) που αντικαθιστούν τα πρωταρχικά τμήματα με τμήματα DNA

Υπόδειγμα άσκησης στο κεφάλαιο 5 της βιολογίας προσανατολισμού

Γενάρης 2016. Νύχτα με τσουχτερό κρύο. Ένα γατί με μακρύ και ξανθό τρίχωμα τριγυρνάει στη γειτονιά. Ένα άλλο γατί με κοντό και μαύρο τρίχωμα τριγυρνάει στην ίδια γειτονιά. Από τη συνάντησή τους, η οποία ήταν αρκετά θορυβώδης ώστε να ξυπνήσουν κάμποσοι κάτοικοι κοντινών σπιτιών, προκύπτουν το Μάρτη 8 απόγονοι. Τα χαριτωμένα αυτά γατάκια έχουν μακρύ τρίχωμα. Σε ό,τι αφορά το χρώμα, τα αρσενικά είναι ξανθά, ενώ τα θηλυκά είναι δίχρωμα (μαυρόξανθα). Να βρεθούν οι γονότυποι γονέων και απογόνων.

Λύση…

Ασχολούμενοι με το μήκος του τριχώματος, διαπιστώνουμε πως όλα τα γατάκια, ανεξαρτήτως φύλου, εμφανίζουν το φαινότυπο του ενός από τους δύο γονείς. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό είναι αυτοσωμικό, με τα γονίδιά του να έχουν σχέση επικρατούς και υπολειπόμενου. Για την ακρίβεια, επικρατές είναι το γονίδιο που καθορίζει το μακρύ τρίχωμα, ενώ υπολειπόμενο είναι το αλληλόμορφό του, που καθορίζει το κοντό. Μπορούμε να προχωρήσουμε σε κατάλληλους συμβολισμούς των συγκεκριμένων γονιδίων.

Α: γονίδιο μεγάλου μήκους τριχώματος

α: γονίδιο μικρού μήκους τριχώματος

Σχετικά με το χαρακτηριστικό του χρώματος, τα πράγματα διαφέρουν. Παρατηρούμε διαφορετικό φαινοτυπικό πρότυπο ανάμεσα σε θηλυκούς και αρσενικούς απογόνους. Το δίχρωμο τρίχωμα παρατηρείται μόνο σε θηλυκά γατάκια, ενώ όλα τα αρσενικά είναι ξανθά. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό είναι φυλοσύνδετο. Μάλιστα, το γεγονός ότι εμφανίζονται δίχρωμοι απόγονοι, αφήνει να εννοηθεί ότι τα δύο γονίδια που ελέγχουν το χρώμα είναι συνεπικρατή. Δηλαδή, σε ετερόζυγα άτομα, εκφράζονται και τα δύο, προκαλώντας διχρωμία. Συμβολίζουμε και αυτά τα γονίδια.

ΧΚ1: γονίδιο μαύρου χρώματος

ΧΚ2: γονίδιο ξανθού χρώματος

Σε ό,τι αφορά το μήκος του τριχώματος, ο γονέας με το κοντό τρίχωμα έχει γονότυπο αα. Ο γονέας με το μακρύ τρίχωμα έχει γονότυπο ΑΑ. Θεωρούμε απίθανο να έχει γονότυπο Αα, αφού τότε θα προέκυπταν και γατάκια με κοντό τρίχωμα, από το συνδυασμό των δύο υπολειπόμενων γονιδίων των γονέων.

Για να οδηγηθούμε σε συμπέρασμα σχετικά με το χρώμα, θα ασχοληθούμε αρχικά με τους απογόνους. Οι θηλυκοί απόγονοι έχουν γονότυπο ΧΚ1ΧΚ2, ενώ οι αρσενικοί ΧΚ2Υ. Επειδή οι αρσενικοί απόγονοι κληρονομούν το Χ χρωμόσωμα από το θηλυκό γονέα, διαπιστώνουμε πως η γάτα που διασταυρώθηκε φέρει το γονίδιο ΧΚ2. Επομένως, είναι ο γονέας με το ξανθό τρίχωμα. Από την άλλη, ο γάτος έχει μαύρο χρώμα, δηλαδή φέρει το γονίδιο ΧΚ1, το οποίο και κληροδοτεί στα θηλυκά γατάκια, συμβάλλοντας στη διχρωμία τους.

Συνολικά, έχουμε:

γονείς

ΑΑΧΚ1ΧΚ1

ααΧΚ2Υ

γαμέτες

ΑΧΚ1

αΧΚ2, αΥ

απόγονοι

ΑαΧΚ1ΧΚ2

ΑαΧΚ1Υ

Πράγματι, οι γονότυποι γονέων και απογόνων αντιστοιχούν στους φαινοτύπους που δίνονται στην εκφώνηση.

Υπόδειγμα άσκησης στο κεφάλαιο 5 της βιολογίας προσανατολισμού

Πώς μπορεί να κληρονομείται ο χαρακτήρας που απεικονίζεται στο γενεαλογικό δέντρο;

γενεαλογικό δέντρο άσκησης 5ου

Λύση…

[Αρχικά, ένα σχόλιο για την εκφώνηση. Αναφέρει «πώς μπορεί να κληρονομείται» και όχι «πώς κληρονομείται» ο χαρακτήρας. Άρα, υπάρχει περίπτωση να μη μπορέσουμε να καταλήξουμε σε έναν αναμφίβολο τύπο κληρονομικότητας.]

Οι πιθανοί τύποι κληρονομικότητας του χαρακτήρα είναι οι ακόλουθοι:

  • αυτοσωμικός υπολειπόμενος
  • αυτοσωμικός επικρατής
  • φυλοσύνδετος υπολειπόμενος
  • φυλοσύνδετος επικρατής

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει νόημα να εξετάζεται ο φυλοσύνδετος επικρατής τύπος κληρονομικότητας μόνο όταν ο χαρακτήρας που μελετάται είναι μη παθολογικός. Σε περίπτωση παθολογικού χαρακτήρα (ασθένειας), δεν εξετάζεται, διότι δεν υπάρχουν φυλοσύνδετες επικρατείς ασθένειες. Γι’ αυτό άλλωστε δεν περιγράφονται και στο σχολικό βιβλίο.

Στο παραπάνω γενεαλογικό δέντρο, είναι εύκολο να απορριφθεί ο φυλοσύνδετος τύπος κληρονομικότητας, υπολειπόμενος ή επικρατής.

Αν ο χαρακτήρας είναι φυλοσύνδετος υπολειπόμενος, τότε οποιοσδήποτε αρσενικός γονέας δεν τον εμφανίζει () θα πρέπει να αποκτάει θηλυκούς απογόνους, που επίσης δεν τον εμφανίζουν (). Αυτό ισχύει επειδή το Χ χρωμόσωμα που κληροδοτεί ο πατέρας στις κόρες φέρει το επικρατές γονίδιο για την απουσία του χαρακτήρα. Στο γενεαλογικό δέντρο, όμως, παρατηρούμε δύο αρσενικούς γονείς στην πρώτη γενιά, έναν στη δεύτερη γενιά και ακόμα έναν στην τρίτη, που αποκτούν κόρες με τον χαρακτήρα. Έτσι, η φυλοσύνδετη υπολειπόμενη κληρονομικότητα δεν είναι αποδεκτή.

Αν ο χαρακτήρας είναι φυλοσύνδετος επικρατής, τότε οποιοσδήποτε αρσενικός γονέας τον εμφανίζει () θα πρέπει να αποκτάει θηλυκούς απογόνους που επίσης τον εμφανίζουν (). Αυτό ισχύει επειδή το Χ χρωμόσωμα που κληροδοτεί ο πατέρας στις κόρες φέρει το επικρατές γονίδιο του συγκεκριμένου χαρακτήρα. Στην τρίτη γενιά του γενεαλογικού δέντρου, όμως, παρατηρείται πατέρας που εμφανίζει το χαρακτήρα, αλλά αποκτάει δύο κόρες που δεν τον εμφανίζουν. Έτσι, η φυλοσύνδετη επικρατής κληρονομικότητα δεν είναι αποδεκτή.

Αν ο χαρακτήρας είναι αυτοσωμικός υπολειπόμενος, τότε το υπολειπόμενο γονίδιο του χαρακτήρα μπορεί να συμβολιστεί με “α” και το αλληλόμορφο επικρατές γονίδιο που ευθύνεται για την απουσία του χαρακτήρα με “Α”. Έτσι, οι γονότυποι των ατόμων θα είναι οι ακόλουθοι.

άτομο 1: γονότυπος Αα, επειδή δεν εμφανίζει το χαρακτήρα, αλλά αποκτάει απογόνους με αυτόν

άτομα 2, 5, 6, 7: γονότυπος αα, επειδή εμφανίζουν το χαρακτήρα

άτομα 3 και 4: τουλάχιστον ένα από τα δύο έχει γονότυπο Αα, αφού είναι αναγκαίο ο πρώτος απόγονός τους (άτομο 8) να έχει γονότυπο Αα. Διαφορετικά, δε θα μπορούσε το άτομο αυτό να αποκτήσει απογόνους (άτομα 12, 13, 14) με το χαρακτήρα, δηλαδή με γονότυπο αα

άτομα 9 και 10: γονότυπος ΑΑ ή Αα, αφού δεν εμφανίζουν το χαρακτήρα

άτομο 11: γονότυπος Αα, επειδή δεν εμφανίζει το χαρακτήρα, αλλά αποκτάει απογόνους με αυτόν

άτομο 15: γονότυπος ΑΑ ή Αα, αφού δεν εμφανίζει το χαρακτήρα

άτομα 16 και 17: γονότυπος αα, επειδή εμφανίζουν το χαρακτήρα

άτομα 18, 19, 20: γονότυπος Αα, αφού δεν εμφανίζουν το χαρακτήρα, αλλά έχουν ως γονέα το άτομο 14 που τον εμφανίζει, δηλαδή που έχει γονότυπο αα

Αν ο χαρακτήρας είναι αυτοσωμικός επικρατής, τότε το επικρατές γονίδιο του χαρακτήρα μπορεί να συμβολιστεί με “Β” και το αλληλόμορφο υπολειπόμενο γονίδιο που ευθύνεται για την απουσία του χαρακτήρα με “β”. Έτσι, οι γονότυποι των ατόμων θα είναι οι ακόλουθοι.

άτομο 1: γονότυπος ββ, επειδή δεν εμφανίζει το χαρακτήρα

άτομο 2: γονότυπος ΒΒ ή Ββ, επειδή εμφανίζει το χαρακτήρα

άτομα 5, 6, 7: γονότυπος Ββ, επειδή εμφανίζουν το χαρακτήρα, αλλά ο ένας από τους δύο γονείς τους (άτομο 1) είναι ομόζυγος για το υπολειπόμενο γονίδιο της απουσίας του

άτομα 3, 4, 8, 9, 10: γονότυπος ββ, αφού δεν εμφανίζουν το χαρακτήρα

άτομο 11: γονότυπος ββ, αφού δεν εμφανίζει το χαρακτήρα

άτομα 12, 13, 14: γονότυπος Ββ, επειδή εμφανίζουν το χαρακτήρα, αλλά ο ένας από τους δύο γονείς τους (άτομο 8) είναι ομόζυγος για το υπολειπόμενο γονίδιο της απουσίας του

άτομο 15: γονότυπος ββ, επειδή δεν εμφανίζει το χαρακτήρα

άτομα 16 και 17: γονότυπος Ββ, αφού εμφανίζουν το χαρακτήρα, αλλά έχουν σίγουρα κληρονομήσει το υπολειπόμενο γονίδιο από τον ένα γονέα τους (άτομο 11)

άτομα 18, 19, 20: γονότυπος Ββ, επειδή εμφανίζουν το χαρακτήρα, αλλά έχουν σίγουρα κληρονομήσει το υπολειπόμενο γονίδιο από τον ένα γονέα τους (άτομο 15)

Με βάση τα παραπάνω, δε μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα για τον ακριβή τύπο κληρονομικότητας του χαρακτήρα. Διαπιστώσαμε πως είναι σίγουρα αυτοσωμικός, αλλά δεν είμαστε σίγουροι αν πρόκειται για επικρατή ή υπολειπόμενο.

Για να είμαστε πλήρης ως προς τη διερεύνησή μας, καλό θα ήταν να εξετάσουμε και έναν ακόμα τύπο κληρονομικότητας, τον μιτοχονδριακό. Το μιτοχονδριακό γονίδιο, που ελέγχει το χαρακτήρα, μεταβιβάζεται από το θηλυκό γονέα προς όλους τους απογόνους (θηλυκούς ή αρσενικούς), χωρίς καμία συνεισφορά από την πλευρά του αρσενικού γονέα. Πιο απλά, όλοι οι απόγονοι θα είναι όμοιοι, ως προς την εμφάνιση ή μη του χαρακτήρα, με το θηλυκό γονέα.

Πράγματι, αυτό συμβαίνει. Τα άτομα 5, 6, 7 εμφανίζουν το χαρακτήρα, όπως και η μητέρα τους (άτομο 2). Τα άτομα 8, 9, 10 δεν τον εμφανίζουν, όπως άλλωστε και η μητέρα τους (άτομο 4). Το ίδιο ισχύει για τα άτομα 18, 19, 20, με μητέρα το άτομο 15. Αντίθετα, τα άτομα 12, 13, 14 εμφανίζουν το χαρακτήρα που κληρονόμησαν αποκλειστικά από τη μητέρα τους (άτομο 7). Όμοια ισχύει για τα άτομα 16 και 17, που τον κληρονόμησαν από το άτομο 12.

Αν θέλαμε οπωσδήποτε να καταλήξουμε σε ένα συγκεκριμένο τύπο κληρονομικότητας, θα επιλέγαμε τον τελευταίο, δηλαδή τον μιτοχονδριακό. Αυτό είναι απόρροια της μειωμένης πιθανότητας να προκύψουν συγκεκριμένοι απόγονοι, με ή χωρίς το χαρακτήρα, όταν ισχύουν ο αυτοσωμικός υπολειπόμενος ή αυτοσωμικός επικρατής τύπος. Ας το δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω.

Έστω πως ο χαρακτήρας είναι αυτοσωμικός υπολειπόμενος. Η πιθανότητα που έχουν τα άτομα 1 και 2 (με γονότυπους Αα και αα, αντίστοιχα) να αποκτήσουν απόγονο με γονότυπο αα, είναι 50%. Αυτό είναι απόρροια της ίσης κατανομής των αλληλόμορφων γονιδίων Α και α στους γαμέτες του ετερόζυγου γονέα. Άρα, η πιθανότητα να αποκτήσουν οι γονείς αυτοί τρία παιδιά, τα οποία να είναι ίδια ως προς το χαρακτήρα, είναι 50% × 50% × 50% = 12,5%, δηλαδή μικρή. Όμοια ισχύει για τα άτομα 12, 13 και 14. Βέβαια, κάποιος θα μπορούσε να αντιπροτείνει ότι οι απόγονοι είναι λίγοι, άρα δεν υπάρχει στατιστικότητα στα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Επίσης, κάθε κύηση είναι ανεξάρτητο γεγονός από τις υπόλοιπες κυήσεις. Από την άλλη όμως, η αντίστοιχη πιθανότητα να προκύψουν τα άτομα αυτά υπό το πρίσμα της μιτοχονδριακής κληρονομικότητας είναι 100%. Επομένως, δεν είναι παράλογο να κλίνει κάποιος προς την άποψη της μιτοχονδριακής κληρονομικότητας.

Έστω, τώρα, πως ο χαρακτήρας είναι αυτοσωμικός επικρατής. Η πιθανότητα που έχουν τα άτομα 7 και 8 (με γονότυπους Ββ και ββ, αντίστοιχα) να αποκτήσουν απόγονο με γονότυπο αα, είναι 50%. Άρα, η πιθανότητα να αποκτήσουν οι γονείς αυτοί τρία παιδιά, τα οποία να είναι ίδια ως προς το χαρακτήρα είναι, όπως και πριν, 12,5%. Όμοια ισχύει για τα άτομα 18, 19 και 20. Και πάλι, η αντίστοιχη πιθανότητα να προκύψουν τα άτομα αυτά υπό το πρίσμα της μιτοχονδριακής κληρονομικότητας είναι 100%. Ξανά λοιπόν, δεν είναι παράλογο να κλίνει κάποιος προς την άποψη της μιτοχονδριακής κληρονομικότητας.

…όλα τα ανθρώπινα έμβρυα προορίζονται, αρχικά, να γίνουν θηλυκά άτομα;

Ο φυλοκαθορισμός, δηλαδή η διαδικασία που καθορίζει αν ένα έμβρυο θα γίνει θηλυκό ή αρσενικό άτομο, είναι μια πολύπλοκη υπόθεση, που δε χωράει σε καλούπια και δεν υπακούει σε κανόνες χωρίς εξαιρέσεις. Στην προσπάθειά μας να απλοποιήσουμε το ζήτημα του φυλοκαθορισμού, πραγματοποιούμε επικίνδυνες γενικεύσεις, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρά ατοπήματα. Όπως και να έχει, αν επικεντρωθούμε στον άνθρωπο, μπορούμε να αναφέρουμε μερικά στοιχεία, έστω κι αν αυτά δεν είναι τόσο λεπτομερή.

Έχουμε ακούσει πολλές φορές ότι το φύλο στον άνθρωπο καθορίζεται από την παρουσία ή απουσία του φυλετικού χρωμοσώματος Υ. Δηλαδή, αν ένα άτομο διαθέτει στο γονιδίωμά του το συγκεκριμένο χρωμόσωμα, τότε είναι αρσενικό, ενώ αν δεν το διαθέτει, είναι θηλυκό. Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι κάποιες γενετικές πληροφορίες που βρίσκονται στο Υ χρωμόσωμα (και που δεν υπάρχουν σε κανένα άλλο χρωμόσωμα, φυλετικό ή αυτοσωμικό) καθορίζουν τη δημιουργία του αρσενικού φαινοτύπου. Έτσι, αν ένα ωάριο (που πάντα περιέχει το Χ χρωμόσωμα) γονιμοποιηθεί από ένα σπερματοζωάριο που τυχαίνει να περιέχει επίσης το Χ χρωμόσωμα, τότε το ζυγωτό θα έχει χρωμοσωμική σύσταση ΧΧ. Η απουσία του χρωμοσώματος Υ και, κατ’ επέκταση, των γενετικών πληροφοριών που προκαλούν τη δημιουργία του αρσενικού φαινοτύπου, έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή αυτού του ζυγωτού σε θηλυκό άτομο. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που ένα ωάριο γονιμοποιηθεί από ένα σπερματοζωάριο που περιέχει το Υ χρωμόσωμα; Θα μπορούσε εύκολα να ισχυριστεί κάποιος ότι το ζυγωτό με χρωμοσωμική σύσταση ΧΥ θα γίνει αρσενικό άτομο. Τελικά, έτσι θα γίνει. Αρχικά, όμως, ο “στόχος” αυτού του εμβρύου είναι να μετατραπεί και πάλι σε θηλυκό άτομο! Αυτό οφείλεται στην αργοπορία της έκφρασης κάποιων γενετικών πληροφοριών του Υ χρωμοσώματος, οι οποίες σχετίζονται με την αρρενοποίηση, δηλαδή με τον καθορισμό του αρσενικού φαινοτύπου. Αν, λοιπόν, με κάποιο τρόπο, “φιμώναμε” τις συγκεκριμένες γενετικές πληροφορίες, τότε το έμβρυο θα μετατρεπόταν σε θηλυκό άτομο, παρά την παρουσία του Υ χρωμοσώματος! Θα είχαμε, δηλαδή, θηλυκό άτομο με χρωμοσώματα ΧΥ. Επειδή, όμως, αυτό δε συμβαίνει φυσιολογικά, το “ξύπνημα” (έστω και αργοπορημένο) των γενετικών πληροφοριών αρρενοποίησης του Υ χρωμοσώματος, θα αναγκάσει το έμβρυο να γίνει αρσενικό, παρά την αρχική “επιδίωξή” του να γίνει θηλυκό.