3ο κριτήριο 2ου κεφαλαίου κατεύθυνσης
…το κάλυμμα στις φαρμακευτικές κάψουλες είναι ιδιαίτερα σημαντικό;
by velis.fedon •
Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να καταπιούν ένα χάπι ή μία κάψουλα, όταν παραστεί ανάγκη. Η λύση που δίνουν στη δυσκολία αυτή είναι ο θρυμματισμός του χαπιού ή το άνοιγμα της κάψουλας. Ας προτιμήσουμε να μιλήσουμε για τις κάψουλες, των οποίων το άνοιγμα είναι ευκολότερο, άρα και πιο δελεαστικό, προκειμένου να αποφύγουμε τη δυσκολία της κατάποσης.
Μια κάψουλα αποτελείται από το κάλυμμά της, του οποίου το υλικό κατασκευής μοιάζει με πλαστικό (αλλά, φυσικά, δεν είναι) και από το περιεχόμενό της, το οποίο διαθέτει τη δραστική χημική ουσία που θα ανακουφίσει τα συμπτώματα ή θα εξαλείψει την αιτία της πάθησής μας. Το ίδιο το μέγεθος της κάψουλας, αλλά και το γεγονός ότι το κάλυμμά της έχει την τάση να “κολλάει” στη γλώσσα μας, είναι συνήθως οι αιτίες που μας κάνουν να τις αντιπαθούμε. Το κάλυμμα, λοιπόν, αποτελείται από δύο τμήματα, συνηθέστερα ένα διάφανο και ένα αδιάφανο, που εφαρμόζουν το ένα μέσα στο άλλο. Απλά τραβώντας τα δύο τμήματα του καλύμματος, μπορούμε να αδειάσουμε το περιεχόμενο της κάψουλας σε ένα κουταλάκι και να το χορηγήσουμε στον εαυτό μας άνετα. Αυτή, όμως, η πρακτική είναι λανθασμένη. Κάνοντας μια τέτοια ενέργεια, εκθέτουμε άμεσα τη δραστική χημική ουσία του περιεχομένου στα οξέα του στομαχιού μας. Τα οξέα αυτά είναι ικανά να καταστρέψουν σε σημαντικό βαθμό τη δραστική ουσία, μειώνοντας έτσι ριζικά το ποσό αυτής που καταφέρνει να φτάσει στο έντερο, από το οποίο γίνεται η απορρόφηση. Τελικά, αυτό ισοδυναμεί με λήψη χαμηλότερης δόσης φαρμάκου, συγκριτικά με την απαιτούμενη. Έτσι, όμως, δε βοηθάμε τον εαυτό μας ιδιαίτερα.
Υπάρχει μια τεχνική κατάποσης που έχει βοηθήσει αρκετό κόσμο. Αρχικά, βάζουμε στο στόμα μας μια γουλιά νερό, την οποία στριφογυρίζουμε πριν καταπιούμε. Έτσι, υγραίνουμε το στόμα μας, αποφεύγοντας, ως ένα βαθμό, το πρόβλημα του “κολλήματος”. Χωρίς καθυστέρηση, εισάγουμε την κάψουλα στο στόμα μας, εγκλωβίζοντάς τη ανάμεσα στη γλώσσα και τον ουρανίσκο μας. Αμέσως, βάζουμε άλλη μια γουλιά νερό στο στόμα μας και καταπίνουμε γέρνοντας το κεφάλι προς τα μπρος, δηλαδή προς το στέρνο μας. Αν αυτό το “κόλπο” πετύχει δυο-τρεις φορές, τότε η δυσκολία απομυθοποιείται για μια ζωή!
4ο κριτήριο αξιολόγησης 1ου κεφαλαίου γενικής παιδείας (σελ. 31 – 34)
by velis.fedon •
3ο κριτήριο αξιολόγησης 1ου κεφαλαίου γενικής παιδείας (σελ. 9 – 26)
by velis.fedon •
2ο κριτήριο αξιολόγησης 2ου κεφαλαίου κατεύθυνσης
by biofreak •
2ο κριτήριο 2ου κεφαλαίου κατεύθυνσης (ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης)
2ο κριτήριο αξιολόγησης 1ου κεφαλαίου γενικής παιδείας (σελ. 32 – 39)
by velis.fedon •
…είναι προτιμότερο να “ρουφάμε” τη μύτη μας, παρά να τη “φυσάμε”;
by velis.fedon •
Βάζω στοίχημα, πως οι περισσότεροι από εμάς έχουμε δεχτεί στο παρελθόν (ή δεχόμαστε και στο παρόν) επιπλήξεις από τους γύρω μας, όταν “ρουφάμε“ τη μύτη μας, αντί να πάρουμε ένα χαρτομάντηλο και να τη “φυσήξουμε”. Υπάρχουν φορές που βρίσκουμε χαρτομάντηλο και ανακουφιζόμαστε “φυσώντας” τη μύτη μας. Υπάρχουν και φορές που δεν έχουμε αυτή την ευκαιρία, οπότε “ρουφάμε” τη μύτη μας. Παραδόξως, είναι πιο υγιεινό να κάνουμε το δεύτερο, συγκριτικά με το πρώτο, άσχετα αν σε ορισμένες περιπτώσεις δε μπορούμε να αποφύγουμε το “φύσημα” της μύτης. Για να γίνουν όλα αυτά κατανοητά, χρειάζονται λίγες απλές γνώσεις ανατομίας του ανθρώπινου κρανίου. Μας ενδιαφέρουν μερικά οστά που βρίσκονται γύρω από τη μύτη, τα οποία οριοθετούν, εν μέρει, αυτό που ονομάζουμε ρινική κοιλότητα. Είναι η άνω γνάθος (δηλαδή η οροφή του στόματός μας που φιλοξενεί και τα πάνω δόντια), το μετωπιαίο οστό (δηλαδή το οστό του μετώπου μας και των φρυδιών μας), καθώς και το ηθμοειδές οστό (που βρίσκεται στο πάνω μέρος της μύτης μας, σχεδόν ανάμεσα στα μάτια). Φαίνεται παράξενο, αλλά τα οστά αυτά είναι κούφια! Δεν πρόκειται για πλήρως συμπαγή οστά. Τα κενά που έχουν μέσα τους ονομάζονται παραρρίνιοι κόλποι (δηλαδή κόλποι δίπλα στη μύτη) και επικοινωνούν με το εσωτερικό της μύτης. Σημαντικοί κόλποι είναι οι μετωπιαίοι που βρίσκονται πάνω από τα μάτια, ενώ ακόμα μεγαλύτεροι είναι οι γναθιαίοι (ή αλλιώς ιγμόρεια) που βρίσκονται κάτω από τα μάτια, δίπλα ακριβώς στα διάσημα ζυγωματικά οστά. Όταν, λοιπόν, “φυσάμε” τη μύτη μας, για να αποβάλουμε τη σιχαμερή βλέννα με όλα τα μικρόβια που αυτή έχει παγιδέψει, δημιουργούνται στο εσωτερικό της μύτης μας ισχυρές πιέσεις. Οι πιέσεις αυτές ωθούν τη βλέννα, άρα και όλα τα μικρόβια που αυτή περιέχει, προς κάθε διέξοδο. Ένα μέρος της βλέννας φεύγει – ευτυχώς – προς τα έξω, ένα μέρος όμως οδηγείται – δυστυχώς – προς τους κόλπους που αναφέραμε παραπάνω. Αν είμαστε αρκετά άτυχοι, τα μικρόβια που καταλήγουν σε αυτούς τους κενούς χώρους αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται, με αποτέλεσμα να πάθουμε τη γνωστή μας ιγμορίτιδα, ασθένεια ενοχλητική και επίμονη. Αντίθετα, όταν “ρουφάμε” τη μύτη μας, δημιουργούνται στο εσωτερικό της μύτης μας ισχυρές υποπιέσεις, οι οποίες “τραβούν” τη βλέννα και τα μικρόβια των κόλπων προς το λαιμό μας, όπου και καταπίνονται (όσο αηδιαστικό κι αν ακούγεται αυτό) προς το στομάχι. Συμπερασματικά, το “φύσημα” της μύτης μπορεί, έστω και σε λίγες περιπτώσεις, να αποβεί επικίνδυνο, ενώ το “ρούφηγμα” της μύτης είναι ακίνδυνο.