Ξέρατε ότι

…υπάρχουν σαρκοφάγα φυτά, ακόμα και στην Ελλάδα;

Τα σαρκοφάγα φυτά είναι πολύ εντυπωσιακά, αλλά και πολύ παρεξηγημένα. Είμαστε συνηθισμένοι σε ζωικούς οργανισμούς που τρέφονται με φυτικούς, αλλά όχι σε φυτικούς οργανισμούς που τρέφονται με ζωικούς. Βέβαια, τα σαρκοφάγα φυτά δεν στηρίζουν την επιβίωσή τους αποκλειστικά στην κατανάλωση ζωικών οργανισμών. Η επιβίωσή τους βασίζεται πολύ περισσότερο στον ήλιο, του οποίου την ενέργεια εκμεταλλεύονται μέσω της φωτοσύνθεσης, αλλά και στα θρεπτικά συστατικά που αντλούν από το έδαφος. Συνήθως, όμως, συναντάμε σαρκοφάγα φυτά σε φτωχά εδάφη, δηλαδή σε εδάφη όπου τα θρεπτικά συστατικά είναι περιορισμένα. Αυτή είναι η αιτία που τα φυτά αυτά αναγκάστηκαν από την εξέλιξη να αποκτήσουν την ιδιότητα άντλησης περαιτέρω θρεπτικών συστατικών από μία ακόμα πηγή. Αυτή η πηγή είναι οι ζωικοί οργανισμοί, συνήθως έντομα και αράχνες, ενώ δεν αποκλείεται να είναι ακόμα και μικρά θηλαστικά, όπως ποντίκια.

Τα σαρκοφάγα φυτά απαντώνται σε όλο τον πλανήτη. Δε θα μπορούσαν να λείπουν κι από την Ελλάδα, που έτσι κι αλλιώς έχει πλουσιότατη χλωρίδα. Τρεις είναι οι πιθανοί τρόποι με τους οποίους ένα τέτοιο φυτό συλλαμβάνει το θήραμά του:

  • το φυτό διαθέτει άνθη, των οποίων το σχήμα θυμίζει χωνί. Στο κάτω μέρος του άνθους υπάρχει μια λιμνούλα από ευωδιαστό υγρό, το οποίο μυρίζουν με ευχαρίστηση τα υποψήφια θύματα. Επισκέπτονται, λοιπόν, το άνθος, δίχως όμως να ξέρουν ότι τα τοιχώματά του γλιστρούν υπερβολικά, αλλά και δίχως να ξέρουν ότι το μυρωδάτο υγρό που τα δελέασε (και στο οποίο θα βρεθούν σε λίγο να “κολυμπούν” λόγω της ολισθηρότητας των τοιχωμάτων του άνθους) περιέχει ένα σωρό πεπτικά ένζυμα, που θα προσφέρουν στο θήραμα έναν αργό και βασανιστικό θάνατο.
  • το φυτό διαθέτει μίσχους, δηλαδή μικρά “κλαδάκια”, στο άκρο των οποίων υπάρχουν σταγόνες από ένα λαχταριστό υγρό, για το οποίο πολλά ζωύφια θα μάλωναν μεταξύ τους. Σπεύδουν να το λάβουν με χαρά, χωρίς όμως να γνωρίζουν πως είναι κολλώδες, άρα θα τα αιχμαλωτίσει. Ακολουθεί η αργή και οδυνηρή πέψη του θύματος, από τα πεπτικά ένζυμα που το υγρό περιέχει.
  • τέλος, το φυτό διαθέτει ειδικά διαμορφωμένα φύλλα, τα οποία μπορούν να ανοιγοκλείνουν, κατά το πρότυπο που ανοιγοκλείνουν και τα όστρακα. Έχουν, μάλιστα, κατά μήκος των άκρων τους, προεξοχές που θυμίζουν δόντια. Είναι ο πιο διάσημος τρόπος παγίδευσης, διότι είναι ο πιο εντυπωσιακός. Στο παρελθόν, έχει εμπνεύσει ακόμα και σκηνοθέτες ταινιών τρόμου. Στο κέντρο αυτών των ειδικά διαμορφωμένων φύλλων υπάρχουν αισθητήρες που αντιλαμβάνονται τον ερχομό του ανύποπτου θύματος. Μόλις ερεθιστούν κατάλληλα, τα δύο φύλλα κλείνουν απότομα, συλλαμβάνοντας το έντομο ή την αράχνη που τα ερέθισε. Ακολουθεί η πέψη του μικρού οργανισμού. Φυσικά, αν εμείς με το δάχτυλό μας ερεθίσουμε επίτηδες τους αισθητήρες αυτούς, δε θα χάσουμε το δάχτυλό μας, όπως ορισμένοι λάτρεις των splatter σκηνών πιστεύουν. Μπορεί το φύλλο να είναι αρκετά ισχυρό ώστε να παγιδεύσει ένα μικρό αρθρόποδο, δεν είναι όμως αρκετά ισχυρό ώστε να ακρωτηριάσει κάποιο μέλος του σώματός μας!

…το κάλυμμα στις φαρμακευτικές κάψουλες είναι ιδιαίτερα σημαντικό;

Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να καταπιούν ένα χάπι ή μία κάψουλα, όταν παραστεί ανάγκη. Η λύση που δίνουν στη δυσκολία αυτή είναι ο θρυμματισμός του χαπιού ή το άνοιγμα της κάψουλας. Ας προτιμήσουμε να μιλήσουμε για τις κάψουλες, των οποίων το άνοιγμα είναι ευκολότερο, άρα και πιο δελεαστικό, προκειμένου να αποφύγουμε τη δυσκολία της κατάποσης.

Μια κάψουλα αποτελείται από το κάλυμμά της, του οποίου το υλικό κατασκευής μοιάζει με πλαστικό (αλλά, φυσικά, δεν είναι) και από το περιεχόμενό της, το οποίο διαθέτει τη δραστική χημική ουσία που θα ανακουφίσει τα συμπτώματα ή θα εξαλείψει την αιτία της πάθησής μας. Το ίδιο το μέγεθος της κάψουλας, αλλά και το γεγονός ότι το κάλυμμά της έχει την τάση να “κολλάει” στη γλώσσα μας, είναι συνήθως οι αιτίες που μας κάνουν να τις αντιπαθούμε. Το κάλυμμα, λοιπόν, αποτελείται από δύο τμήματα, συνηθέστερα ένα διάφανο και ένα αδιάφανο, που εφαρμόζουν το ένα μέσα στο άλλο. Απλά τραβώντας τα δύο τμήματα του καλύμματος, μπορούμε να αδειάσουμε το περιεχόμενο της κάψουλας σε ένα κουταλάκι και να το χορηγήσουμε στον εαυτό μας άνετα. Αυτή, όμως, η πρακτική είναι λανθασμένη. Κάνοντας μια τέτοια ενέργεια, εκθέτουμε άμεσα τη δραστική χημική ουσία του περιεχομένου στα οξέα του στομαχιού μας. Τα οξέα αυτά είναι ικανά να καταστρέψουν σε σημαντικό βαθμό τη δραστική ουσία, μειώνοντας έτσι ριζικά το ποσό αυτής που καταφέρνει να φτάσει στο έντερο, από το οποίο γίνεται η απορρόφηση. Τελικά, αυτό ισοδυναμεί με λήψη χαμηλότερης δόσης φαρμάκου, συγκριτικά με την απαιτούμενη. Έτσι, όμως, δε βοηθάμε τον εαυτό μας ιδιαίτερα.

Υπάρχει μια τεχνική κατάποσης που έχει βοηθήσει αρκετό κόσμο. Αρχικά, βάζουμε στο στόμα μας μια γουλιά νερό, την οποία στριφογυρίζουμε πριν καταπιούμε. Έτσι, υγραίνουμε το στόμα μας, αποφεύγοντας, ως ένα βαθμό, το πρόβλημα του “κολλήματος”. Χωρίς καθυστέρηση, εισάγουμε την κάψουλα στο στόμα μας, εγκλωβίζοντάς τη ανάμεσα στη γλώσσα και τον ουρανίσκο μας. Αμέσως, βάζουμε άλλη μια γουλιά νερό στο στόμα μας και καταπίνουμε γέρνοντας το κεφάλι προς τα μπρος, δηλαδή προς το στέρνο μας. Αν αυτό το “κόλπο” πετύχει δυο-τρεις φορές, τότε η δυσκολία απομυθοποιείται για μια ζωή!

…είναι προτιμότερο να “ρουφάμε” τη μύτη μας, παρά να τη “φυσάμε”;

Βάζω στοίχημα, πως οι περισσότεροι από εμάς έχουμε δεχτεί στο παρελθόν (ή δεχόμαστε και στο παρόν) επιπλήξεις από τους γύρω μας, όταν “ρουφάμε“ τη μύτη μας, αντί να πάρουμε ένα χαρτομάντηλο και να τη “φυσήξουμε”. Υπάρχουν φορές που βρίσκουμε χαρτομάντηλο και ανακουφιζόμαστε “φυσώντας” τη μύτη μας. Υπάρχουν και φορές που δεν έχουμε αυτή την ευκαιρία, οπότε “ρουφάμε” τη μύτη μας. Παραδόξως, είναι πιο υγιεινό να κάνουμε το δεύτερο, συγκριτικά με το πρώτο, άσχετα αν σε ορισμένες περιπτώσεις δε μπορούμε να αποφύγουμε το “φύσημα” της μύτης. Για να γίνουν όλα αυτά κατανοητά, χρειάζονται λίγες απλές γνώσεις ανατομίας του ανθρώπινου κρανίου. Μας ενδιαφέρουν μερικά οστά που βρίσκονται γύρω από τη μύτη, τα οποία οριοθετούν, εν μέρει, αυτό που ονομάζουμε ρινική κοιλότητα. Είναι η άνω γνάθος (δηλαδή η οροφή του στόματός μας που φιλοξενεί και τα πάνω δόντια), το μετωπιαίο οστό (δηλαδή το οστό του μετώπου μας και των φρυδιών μας), καθώς και το ηθμοειδές οστό (που βρίσκεται στο πάνω μέρος της μύτης μας, σχεδόν ανάμεσα στα μάτια). Φαίνεται παράξενο, αλλά τα οστά αυτά είναι κούφια! Δεν πρόκειται για πλήρως συμπαγή οστά. Τα κενά που έχουν μέσα τους ονομάζονται παραρρίνιοι κόλποι (δηλαδή κόλποι δίπλα στη μύτη) και επικοινωνούν με το εσωτερικό της μύτης. Σημαντικοί κόλποι είναι οι μετωπιαίοι που βρίσκονται πάνω από τα μάτια, ενώ ακόμα μεγαλύτεροι είναι οι γναθιαίοι (ή αλλιώς ιγμόρεια) που βρίσκονται κάτω από τα μάτια, δίπλα ακριβώς στα διάσημα ζυγωματικά οστά. Όταν, λοιπόν, “φυσάμε” τη μύτη μας, για να αποβάλουμε τη σιχαμερή βλέννα με όλα τα μικρόβια που αυτή έχει παγιδέψει, δημιουργούνται στο εσωτερικό της μύτης μας ισχυρές πιέσεις. Οι πιέσεις αυτές ωθούν τη βλέννα, άρα και όλα τα μικρόβια που αυτή περιέχει, προς κάθε διέξοδο. Ένα μέρος της βλέννας φεύγει – ευτυχώς – προς τα έξω, ένα μέρος όμως οδηγείται – δυστυχώς – προς τους κόλπους που αναφέραμε παραπάνω. Αν είμαστε αρκετά άτυχοι, τα μικρόβια που καταλήγουν σε αυτούς τους κενούς χώρους αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται, με αποτέλεσμα να πάθουμε τη γνωστή μας ιγμορίτιδα, ασθένεια ενοχλητική και επίμονη. Αντίθετα, όταν “ρουφάμε” τη μύτη μας, δημιουργούνται στο εσωτερικό της μύτης μας ισχυρές υποπιέσεις, οι οποίες “τραβούν” τη βλέννα και τα μικρόβια των κόλπων προς το λαιμό μας, όπου και καταπίνονται (όσο αηδιαστικό κι αν ακούγεται αυτό) προς το στομάχι. Συμπερασματικά, το “φύσημα” της μύτης μπορεί, έστω και σε λίγες περιπτώσεις, να αποβεί επικίνδυνο, ενώ το “ρούφηγμα” της μύτης είναι ακίνδυνο.

…οι φλέβες μας φαίνονται μπλε εξαιτίας του δέρματος;

Υπάρχουν διάφορες παρεξηγημένες αντιλήψεις σχετικά με τις φλέβες και τις αρτηρίες μας. Η πιο διάσημη παρεξήγηση σχετίζεται με την ποιότητα αίματος που ρέει σε καθεμιά από αυτές τις κατηγορίες αιμοφόρων αγγείων. Κυκλοφορεί η αντίληψη πως οι φλέβες μεταφέρουν “βρώμικο” αίμα και οι αρτηρίες “καθαρό”. Ας ορίσουμε όμως, τι σημαίνει αυτό, για να μην παρεξηγηθούμε περαιτέρω. Λέγοντας “βρώμικο” αίμα, εννοούμε το αίμα που έχει προσφέρει το οξυγόνο του στα κύτταρα, άρα είναι φορτωμένο με διοξείδιο του άνθρακα που έλαβε από τα κύτταρα αυτά. Λέγοντας “καθαρό” αίμα, εννοούμε το αίμα που έχει απαλλαγεί από το διοξείδιο του άνθρακα, αντικαθιστώντας το με φρέσκο οξυγόνο που έχει παραλάβει από τους πνεύμονες. Αν, λοιπόν, θέλουμε να είμαστε σωστοί στις εκφράσεις μας, οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τις λέξεις “βρώμικο” και “καθαρό” αίμα και να τις αντικαταστήσουμε με τους όρους “μη οξυγονομένο” και “οξυγονομένο” αίμα, αντίστοιχα. Είναι όμως πράγματι σωστή η αντίληψη που θέλει τις φλέβες να μεταφέρουν μη οξυγονομένο αίμα και τις αρτηρίες να μεταφέρουν οξυγονομένο; με την τρανταχτή εξαίρεση των πνευμονικών αρτηριών (που μεταφέρουν το πλέον μη οξυγονομένο αίμα του οργανισμού) και των πνευμονικών φλεβών (που μεταφέρουν το πλέον οξυγονομένο αίμα του οργανισμού), η αντίληψη είναι σωστή. Πράγμα που μας φέρνει σε ένα άλλο θέμα. Στο θέμα του χρώματος. Τι χρώμα έχει το αίμα; Όλοι γνωρίζουμε πως είναι κόκκινο, αλλά γιατί φαίνεται μπλε στις φλέβες μας; Μήπως εξαρτάται από το ποσό του οξυγόνου που φέρει; Μήπως, δηλαδή, το οξυγονομένο αίμα είναι κόκκινο και το μη οξυγονομένο είναι μπλέ; Η απάντηση είναι όχι. Το οξυγονομένο αίμα έχει λαμπρό κόκκινο χρώμα, ενώ το μη οξυγονομένο έχει σκούρο κόκκινο χρώμα. Άρα, η απορία παραμένει. Γιατί φαίνεται μπλε; Το δέρμα ευθύνεται στο μεγαλύτερο βαθμό για αυτή την οπτική “αλλοίωση”. Αν δε μεσολαβούσε αυτό, το αίμα πράγματι θα φαινόταν κόκκινο. Η μεσολάβηση του δέρματος, όμως, έχει ως αποτέλεσμα να απορροφώνται και να ανακλώνται οι χρωματιστές ακτινοβολίες με τέτοιο τρόπο, ώστε στο μάτι μας να φτάνει μονάχα η μπλε ακτινοβολία. Έτσι, μας δημιουργεί την εντύπωση ότι το αίμα είναι μπλε, παρά το γεγονός ότι ξέρουμε περίτρανα πως είναι κόκκινο.

…το μεγαλύτερο ποσό βλέννας που παράγεται στο αναπνευστικό σύστημα καταλήγει στο στομάχι;

Όπως όλοι ξέρουμε, το εσωτερικό του λαιμού μας είναι το κοινό σημείο μεταξύ πεπτικού και αναπνευστικού συστήματος. Γι’ αυτό, άλλωστε, μπορούμε να ανασαίνουμε, όχι μόνο από τη μύτη, αλλά και από το στόμα. Στο βάθος όμως του λαιμού μας, πεπτικό και αναπνευστικό σύστημα χωρίζουν. Από τη μία, ένας σωλήνας που ονομάζεται οισοφάγος οδηγεί το φαγητό στο στομάχι και από την άλλη, ένας άλλος σωλήνας που ονομάζεται τραχεία οδηγεί τον αέρα στα πνευμόνια. Φυσικά, όταν καταπίνουμε το φαγητό μας, η είσοδος της τραχείας κλείνει αυτόματα, προκειμένου να μην οδηγηθεί από λάθος το φαγητό στα πνευμόνια. Τι γίνεται όμως με τα σωματίδια (σκόνη, μικρόβια, γύρη) που περιέχει ο αέρας που εισπνέουμε; Ούτε αυτά πρέπει να καταλήξουν εκεί. Για το λόγο αυτό, η τραχεία παράγει διαρκώς βλέννα, δηλαδή ένα παχύρευστο, κολλώδες υγρό, ικανό να παγιδεύσει πάνω του τα σωματίδια αυτά. Ταυτόχρονα, τα μικρά τριχίδια (βλεφαρίδες) που διαθέτει η τραχεία, ωθούν διαρκώς την αηδιαστική βλέννα, μαζί με τα σωματίδια που έχει καταφέρει να παγιδεύσει, προς την είσοδό της, δηλαδή προς το σημείο της διακλάδωσης με τον οισοφάγο. Τελικά, η βρώμικη βλέννα εισέρχεται στον οισοφάγο και καταλήγει στο στομάχι. Αυτό είναι θετικό, γιατί τα μικρόβια θανατώνονται από το υδροχλωρικό οξύ που παράγει το στομάχι, ενώ ταυτόχρονα η βλέννα προστατεύει το ίδιο το στομάχι από το ισχυρό αυτό οξύ. Εννοείται, πως εμείς δε μπορούμε να αντιληφθούμε τη συνεχή αυτή διαδικασία, αλλά απολαμβάνουμε σιωπηλά την προστατευτική του δράση.

…οι μέλισσες επισκέπτονται μόνο ένα είδος άνθους κάθε φορά;

Οι μέλισσες είναι το οικονομικά σπουδαιότερο έντομο. Ευθύνεται για την παραγωγή μελιού, αυτής της κορυφαίας τροφής, που αν καταναλώναμε σε πιο σταθερή βάση κατά τη διάρκεια της ζωής μας, η υγεία μας θα βρισκόταν σε καλύτερο δρόμο. Όπως όλοι ξέρουμε, πρώτη ύλη για την παραγωγή μελιού είναι το νέκταρ των ανθέων, δηλαδή ο γλυκός χυμός που περιέχουν τα λουλούδια. Χρησιμοποιείται και η γύρη των ανθέων, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Για να συλλέξουν οι μέλισσες το νέκταρ, πρέπει να επισκεφθούν τα άνθη. Μάλιστα, υπολογίζεται ότι μία μόνο μέλισσα, κατά την ημερήσια δραστηριότητά της, μπορεί να επισκεφθεί ακόμα και τρεις χιλιάδες άνθη (όχι φυσικά, σε μία μόνο βόλτα), προκειμένου να αποκτήσει το πολύτιμο φορτίο νέκταρος. Ποια άνθη όμως επισκέπτεται, τη στιγμή που ένα λιβάδι ή ένα δάσος έχει κάθε λογής άνθος; Η ποικιλία σχημάτων και χρωμάτων των λουλουδιών που συναντάμε σε ένα ανθισμένο τοπίο είναι μεγάλη. Ωστόσο, η μέλισσες μπορούν να διακρίνουν ποιο είδος άνθους είναι το πληθυσμιακά επικρατές, τη δεδομένη χρονική περίοδο. Αυτό το είδος επιλέγουν να επισκέπτονται, αγνοώντας τα υπόλοιπα είδη, μέχρι τη στιγμή που κάποιο από τα υπόλοιπα θα γίνει με τη σειρά του επικρατές. Κάθε χρονική στιγμή δηλαδή, η ταυτότητα του νέκταρος και της γύρης που κουβαλούν οι μέλισσες είναι συγκεκριμένη. Γι’ αυτό, πολλές φορές, μπορούμε να μιλάμε και για συγκεκριμένη ταυτότητα στο μέλι που παράγεται. Έχουμε, πχ. το θυμαρίσιο μέλι, που προφανώς παρασκευάστηκε με πρώτες ύλες προερχόμενες μόνο από άνθη θυμαριού. Άλλες πάλι φορές, τα πράγματα είναι πιο συγκεχυμένα, οπότε μιλάμε για ανθόμελο, εννοώντας ότι μέσα σε ένα σεβαστό χρονικό διάστημα οι μέλισσες άντλησαν νέκταρ από πολλά διαφορετικά είδη ανθέων, τα οποία διαδέχονταν το ένα το άλλο στον αγώνα της επικράτειας. Το φαινόμενο αυτό στη συμπεριφορά των μελισσών λέγεται ανθική σταθερότητα και έχει μεγάλη σπουδαιότητα στην παραγωγή μελιού, αλλά και σε άλλους τομείς, που όμως ξεφεύγουν από το παρόν θέμα.

…υπάρχουν σαύρες χωρίς πόδια που μοιάζουν με φίδια;

Έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε φίδια εκείνα τα ερπετά που σέρνονται με την κοιλιά στο έδαφος και σαύρες εκείνα τα ερπετά που σέρνονται ή περπατούν με τη βοήθεια μικρών ποδιών. Έχουμε, δηλαδή, συνηθίσει να χρησιμοποιούμε την ύπαρξη ή την απουσία ποδιών ως κριτήριο διαχωρισμού ανάμεσα στα φίδια και τις σαύρες. Η αλήθεια είναι πως το κριτήριο διαχωρισμού ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες οργανισμών δεν σχετίζεται καθόλου με τα πόδια. Σχετίζεται με άλλα μέρη του σώματος, όπως τα μάτια, τα αυτιά και οι φολίδες του δέρματος.

  1. Για την ακρίβεια, ενώ οι σαύρες έχουν βλέφαρα, τα φίδια δεν έχουν.
  2. Επίσης, ενώ οι σαύρες έχουν όργανα ακοής, τα φίδια δεν έχουν. Δηλαδή, τα φίδια είναι κωφά. Τα όργανα ακοής, που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους, έχουν μετατραπεί σε όργανα αντίληψης δονήσεων.
  3. Τέλος, οι φολίδες των φιδιών είναι κατανεμμειμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να προσδίδουν στο ζώο μεγαλύτερη ευκινησία, ιδιότητα που δε διαθέτουν τόσο έντονα οι σαύρες.

Οι διαφορές δεν περιορίζονται στις παραπάνω, αλλά δεν υπάρχει λόγος να γινόμαστε κουραστικοί με λεπτομέρειες. Κατόπιν όλων αυτών, δε θα ήταν παράλογο αν ονομάζαμε σαύρες κάποια είδη ερπετών που δε διαθέτουν πόδια. Και είναι γεγονός ότι σε πολλά μέρη του πλανήτη, συμπεριλαμβανομενης της Ελλάδας, μπορούμε να συναντήσουμε άποδες σαύρες. Αν όντως έχουμε την τύχη να συναντήσουμε ένα ερπετό χωρίς πόδια, ίσως δυσκολευτούμε, λόγω απειρίας, να αποφασίσουμε αν πρόκειται για φίδι ή σαύρα. Είναι πολύ πιθανό να μπερδευτούμε και να κάνουμε λάθος. Ένα έμπειρο μάτι όμως, έχει την ικανότητα να κάνει το διαχωρισμό. Το μόνο που μπορούμε εμείς να πούμε με βεβαιότητα είναι πως αν συναντήσουμε ένα ερπετό με πόδια, αυτό αποκλείεται να είναι φίδι.