Author Archive for velis.fedon

…το κάλυμμα στις φαρμακευτικές κάψουλες είναι ιδιαίτερα σημαντικό;

Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να καταπιούν ένα χάπι ή μία κάψουλα, όταν παραστεί ανάγκη. Η λύση που δίνουν στη δυσκολία αυτή είναι ο θρυμματισμός του χαπιού ή το άνοιγμα της κάψουλας. Ας προτιμήσουμε να μιλήσουμε για τις κάψουλες, των οποίων το άνοιγμα είναι ευκολότερο, άρα και πιο δελεαστικό, προκειμένου να αποφύγουμε τη δυσκολία της κατάποσης.

Μια κάψουλα αποτελείται από το κάλυμμά της, του οποίου το υλικό κατασκευής μοιάζει με πλαστικό (αλλά, φυσικά, δεν είναι) και από το περιεχόμενό της, το οποίο διαθέτει τη δραστική χημική ουσία που θα ανακουφίσει τα συμπτώματα ή θα εξαλείψει την αιτία της πάθησής μας. Το ίδιο το μέγεθος της κάψουλας, αλλά και το γεγονός ότι το κάλυμμά της έχει την τάση να “κολλάει” στη γλώσσα μας, είναι συνήθως οι αιτίες που μας κάνουν να τις αντιπαθούμε. Το κάλυμμα, λοιπόν, αποτελείται από δύο τμήματα, συνηθέστερα ένα διάφανο και ένα αδιάφανο, που εφαρμόζουν το ένα μέσα στο άλλο. Απλά τραβώντας τα δύο τμήματα του καλύμματος, μπορούμε να αδειάσουμε το περιεχόμενο της κάψουλας σε ένα κουταλάκι και να το χορηγήσουμε στον εαυτό μας άνετα. Αυτή, όμως, η πρακτική είναι λανθασμένη. Κάνοντας μια τέτοια ενέργεια, εκθέτουμε άμεσα τη δραστική χημική ουσία του περιεχομένου στα οξέα του στομαχιού μας. Τα οξέα αυτά είναι ικανά να καταστρέψουν σε σημαντικό βαθμό τη δραστική ουσία, μειώνοντας έτσι ριζικά το ποσό αυτής που καταφέρνει να φτάσει στο έντερο, από το οποίο γίνεται η απορρόφηση. Τελικά, αυτό ισοδυναμεί με λήψη χαμηλότερης δόσης φαρμάκου, συγκριτικά με την απαιτούμενη. Έτσι, όμως, δε βοηθάμε τον εαυτό μας ιδιαίτερα.

Υπάρχει μια τεχνική κατάποσης που έχει βοηθήσει αρκετό κόσμο. Αρχικά, βάζουμε στο στόμα μας μια γουλιά νερό, την οποία στριφογυρίζουμε πριν καταπιούμε. Έτσι, υγραίνουμε το στόμα μας, αποφεύγοντας, ως ένα βαθμό, το πρόβλημα του “κολλήματος”. Χωρίς καθυστέρηση, εισάγουμε την κάψουλα στο στόμα μας, εγκλωβίζοντάς τη ανάμεσα στη γλώσσα και τον ουρανίσκο μας. Αμέσως, βάζουμε άλλη μια γουλιά νερό στο στόμα μας και καταπίνουμε γέρνοντας το κεφάλι προς τα μπρος, δηλαδή προς το στέρνο μας. Αν αυτό το “κόλπο” πετύχει δυο-τρεις φορές, τότε η δυσκολία απομυθοποιείται για μια ζωή!

…είναι προτιμότερο να “ρουφάμε” τη μύτη μας, παρά να τη “φυσάμε”;

Βάζω στοίχημα, πως οι περισσότεροι από εμάς έχουμε δεχτεί στο παρελθόν (ή δεχόμαστε και στο παρόν) επιπλήξεις από τους γύρω μας, όταν “ρουφάμε“ τη μύτη μας, αντί να πάρουμε ένα χαρτομάντηλο και να τη “φυσήξουμε”. Υπάρχουν φορές που βρίσκουμε χαρτομάντηλο και ανακουφιζόμαστε “φυσώντας” τη μύτη μας. Υπάρχουν και φορές που δεν έχουμε αυτή την ευκαιρία, οπότε “ρουφάμε” τη μύτη μας. Παραδόξως, είναι πιο υγιεινό να κάνουμε το δεύτερο, συγκριτικά με το πρώτο, άσχετα αν σε ορισμένες περιπτώσεις δε μπορούμε να αποφύγουμε το “φύσημα” της μύτης. Για να γίνουν όλα αυτά κατανοητά, χρειάζονται λίγες απλές γνώσεις ανατομίας του ανθρώπινου κρανίου. Μας ενδιαφέρουν μερικά οστά που βρίσκονται γύρω από τη μύτη, τα οποία οριοθετούν, εν μέρει, αυτό που ονομάζουμε ρινική κοιλότητα. Είναι η άνω γνάθος (δηλαδή η οροφή του στόματός μας που φιλοξενεί και τα πάνω δόντια), το μετωπιαίο οστό (δηλαδή το οστό του μετώπου μας και των φρυδιών μας), καθώς και το ηθμοειδές οστό (που βρίσκεται στο πάνω μέρος της μύτης μας, σχεδόν ανάμεσα στα μάτια). Φαίνεται παράξενο, αλλά τα οστά αυτά είναι κούφια! Δεν πρόκειται για πλήρως συμπαγή οστά. Τα κενά που έχουν μέσα τους ονομάζονται παραρρίνιοι κόλποι (δηλαδή κόλποι δίπλα στη μύτη) και επικοινωνούν με το εσωτερικό της μύτης. Σημαντικοί κόλποι είναι οι μετωπιαίοι που βρίσκονται πάνω από τα μάτια, ενώ ακόμα μεγαλύτεροι είναι οι γναθιαίοι (ή αλλιώς ιγμόρεια) που βρίσκονται κάτω από τα μάτια, δίπλα ακριβώς στα διάσημα ζυγωματικά οστά. Όταν, λοιπόν, “φυσάμε” τη μύτη μας, για να αποβάλουμε τη σιχαμερή βλέννα με όλα τα μικρόβια που αυτή έχει παγιδέψει, δημιουργούνται στο εσωτερικό της μύτης μας ισχυρές πιέσεις. Οι πιέσεις αυτές ωθούν τη βλέννα, άρα και όλα τα μικρόβια που αυτή περιέχει, προς κάθε διέξοδο. Ένα μέρος της βλέννας φεύγει – ευτυχώς – προς τα έξω, ένα μέρος όμως οδηγείται – δυστυχώς – προς τους κόλπους που αναφέραμε παραπάνω. Αν είμαστε αρκετά άτυχοι, τα μικρόβια που καταλήγουν σε αυτούς τους κενούς χώρους αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται, με αποτέλεσμα να πάθουμε τη γνωστή μας ιγμορίτιδα, ασθένεια ενοχλητική και επίμονη. Αντίθετα, όταν “ρουφάμε” τη μύτη μας, δημιουργούνται στο εσωτερικό της μύτης μας ισχυρές υποπιέσεις, οι οποίες “τραβούν” τη βλέννα και τα μικρόβια των κόλπων προς το λαιμό μας, όπου και καταπίνονται (όσο αηδιαστικό κι αν ακούγεται αυτό) προς το στομάχι. Συμπερασματικά, το “φύσημα” της μύτης μπορεί, έστω και σε λίγες περιπτώσεις, να αποβεί επικίνδυνο, ενώ το “ρούφηγμα” της μύτης είναι ακίνδυνο.

Υπόδειγμα άσκησης στο κεφάλαιο 2 της βιολογίας κατεύθυνσης

Εντοπίστε το συνεχές γονίδιο που υπάρχει στο παρακάτω τμήμα DNA και βρείτε τα αμινοξέα που κωδικοποιεί.

T T G C C G C T A G C A A T G G G A T C T A G A C A T C C T A

A A C G G C G A T C G T T A C C C T A G A T C T G T A G G A T

Λύση…

Εφόσον πρόκειται για γονίδιο που κωδικοποιεί αμινοξέα (δηλαδή γονίδιο πεπτιδίου), θα πρέπει υποχρεωτικά να υπάρχει στον κωδικό του κλώνο κωδικόνιο έναρξης (5′ ATG 3′), κωδικόνιo λήξης (5′ TAG 3′ ή 5′ TAA 3′ ή 5′ TGA 3)’ και αριθμός ενδιάμεσων νουκλεοτιδίων πολλαπλάσιος του 3, μια και ο γενετικός κώδικας είναι συνεχής και μη επικαλυπτόμενος κώδικας τριπλέτας. Η απουσία εσωνίων (το γονίδιο είναι συνεχές) διευκολύνει την επίλυση της άσκησης.

Μην ξέροντας τον προσανατολισμό των δύο συμπληρωματικών αλυσίδων, είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε διερεύνηση. Θα προσπαθήσουμε, δηλαδή, να βρούμε ποιος από τους δύο κλώνους θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις παραπάνω προϋποθέσεις, με τον κατάλληλο, φυσικά, προσανατολισμό.

Θεωρώντας ότι ο πάνω κλώνος είναι κωδικός, με το 5′ άκρο στην αριστερή πλευρά και το 3′ άκρο στη δεξιά, οι προϋποθέσεις δεν ικανοποιούνται. Μπορεί, βέβαια, να βρίσκεται ένα κωδικόνιο ATG σε απόσταση 12 νουκλεοτιδίων από την αρχή του συγκεκριμένου κλώνου, αλλά αν ύστερα “προχωρήσουμε” προς το 3′ άκρο με βήμα τριπλέτας, δε βρίσκουμε το απαραίτητο κωδικόνιο λήξης.

Εξακολουθώντας να θεωρούμε ότι ο πάνω κλώνος είναι ο κωδικός, αλλά αυτή τη φορά με το 3′ άκρο αριστερά και το 5′ άκρο δεξιά, οι προϋποθέσεις και πάλι δεν πληρούνται. Με το συγκεκριμένο προσανατολισμό, δε βρίσκουμε καν κωδικόνιο έναρξης.

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ο πάνω κλώνος αποκλείεται να είναι ο κωδικός. Κωδικός είναι σίγουρα ο κάτω κλώνος, του οποίου όμως τον κατάλληλο προσανατολισμό δεν γνωρίζουμε. Θα πάρουμε, λοιπόν, περιπτώσεις, για μια ακόμα φορά.

Θεωρώντας ότι το 5′ άκρο βρίσκεται στην αριστερή πλευρά και το 3′ άκρο στη δεξιά, θα ψάξουμε αρχικά για κωδικόνιο έναρξης. Πουθενά όμως δεν εντοπίζουμε το ATG. Η μόνη περίπτωση που απομένει ως πιθανή είναι να βρίσκεται το 5′ άκρο στη δεξιά πλευρά του κάτω κλώνου και το 3′ άκρο στην αριστερή. Αν και αυτή τη φορά οι προϋποθέσεις δεν ικανοποιηθούν, τότε είτε έχουμε πραγματοποιήσει κάποιο σφάλμα κατά τη διερεύνηση, είτε δεν υπάρχει γονίδιο…

Μόλις 4 νουκλεοτίδια από την αρχή του κάτω κλώνου (πάντα από τα δεξιά προς τα αριστερά) υπάρχει η τριπλέτα ATG. Μετά από 5 τριπλέτες (κωδικόνια) συναντάμε και το κωδικόνιο λήξης ΤAG.

Κωδικός, λοιπόν, κλώνος είναι ο κάτω και μη κωδικός ο πάνω.

Γράφοντας πάλι την αλληλουχία βάσεων του κωδικού κλώνου με τρόπο που να μας βολεύει περισσότερο (δηλαδή “ανάποδα” σε σχέση με την εκφώνηση), έχουμε:

5′  A T G T C T G A G T C C C A T T G C T A G  3′

Για να ανακαλύψουμε ποια αμινοξέα κωδικοποιούνται από το συγκεκριμένο κωδικό κλώνο, καλό είναι να βρούμε την αλληλουχία βάσων του mRNA που προκύπτει με καλούπι το συμπληρωματικό του (μη κωδικό) κλώνο. Λογικό είναι το mRNA αυτό να έχει ίδια αλληλουχία βάσεων με τον κωδικό κλώνο, με ουρακίλη αντί θυμίνης. Άλλωστε, αν δεν είχε ίδια αλληλουχία, πώς θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι φέρει την ίδια γενετική πληροφορία;

Έτσι, το mRNA είναι:

5′  A U G U C U A G A U C C C A U U G C U A G  3′

Συμβουλευόμενοι τον πίνακα του γενετικού κώδικα, βρίσκουμε ότι το κωδικόνιο AUG κωδικοποιεί τη μεθειονίνη, το UCU τη σερίνη, το AGA την αργινίνη, το UCC τη σερίνη (συνώνυμο κωδικόνιο με το UCU), το CAU την ιστιδίνη, το UGC την κυστεΐνη, ενώ το UAG, ως κωδικόνιο λήξης, δεν αντιστοιχεί σε κανένα αμινοξύ.

Συμπερασματικά, η αλληλουχία αμινοξέων του πεπτιδίου που κωδικοποιείται από το παραπάνω γονίδιο είναι η:

μεθειονίνη – σερίνη – αργινίνη – σερίνη – ιστιδίνη – κυστεΐνη

…οι φλέβες μας φαίνονται μπλε εξαιτίας του δέρματος;

Υπάρχουν διάφορες παρεξηγημένες αντιλήψεις σχετικά με τις φλέβες και τις αρτηρίες μας. Η πιο διάσημη παρεξήγηση σχετίζεται με την ποιότητα αίματος που ρέει σε καθεμιά από αυτές τις κατηγορίες αιμοφόρων αγγείων. Κυκλοφορεί η αντίληψη πως οι φλέβες μεταφέρουν “βρώμικο” αίμα και οι αρτηρίες “καθαρό”. Ας ορίσουμε όμως, τι σημαίνει αυτό, για να μην παρεξηγηθούμε περαιτέρω. Λέγοντας “βρώμικο” αίμα, εννοούμε το αίμα που έχει προσφέρει το οξυγόνο του στα κύτταρα, άρα είναι φορτωμένο με διοξείδιο του άνθρακα που έλαβε από τα κύτταρα αυτά. Λέγοντας “καθαρό” αίμα, εννοούμε το αίμα που έχει απαλλαγεί από το διοξείδιο του άνθρακα, αντικαθιστώντας το με φρέσκο οξυγόνο που έχει παραλάβει από τους πνεύμονες. Αν, λοιπόν, θέλουμε να είμαστε σωστοί στις εκφράσεις μας, οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τις λέξεις “βρώμικο” και “καθαρό” αίμα και να τις αντικαταστήσουμε με τους όρους “μη οξυγονομένο” και “οξυγονομένο” αίμα, αντίστοιχα. Είναι όμως πράγματι σωστή η αντίληψη που θέλει τις φλέβες να μεταφέρουν μη οξυγονομένο αίμα και τις αρτηρίες να μεταφέρουν οξυγονομένο; με την τρανταχτή εξαίρεση των πνευμονικών αρτηριών (που μεταφέρουν το πλέον μη οξυγονομένο αίμα του οργανισμού) και των πνευμονικών φλεβών (που μεταφέρουν το πλέον οξυγονομένο αίμα του οργανισμού), η αντίληψη είναι σωστή. Πράγμα που μας φέρνει σε ένα άλλο θέμα. Στο θέμα του χρώματος. Τι χρώμα έχει το αίμα; Όλοι γνωρίζουμε πως είναι κόκκινο, αλλά γιατί φαίνεται μπλε στις φλέβες μας; Μήπως εξαρτάται από το ποσό του οξυγόνου που φέρει; Μήπως, δηλαδή, το οξυγονομένο αίμα είναι κόκκινο και το μη οξυγονομένο είναι μπλέ; Η απάντηση είναι όχι. Το οξυγονομένο αίμα έχει λαμπρό κόκκινο χρώμα, ενώ το μη οξυγονομένο έχει σκούρο κόκκινο χρώμα. Άρα, η απορία παραμένει. Γιατί φαίνεται μπλε; Το δέρμα ευθύνεται στο μεγαλύτερο βαθμό για αυτή την οπτική “αλλοίωση”. Αν δε μεσολαβούσε αυτό, το αίμα πράγματι θα φαινόταν κόκκινο. Η μεσολάβηση του δέρματος, όμως, έχει ως αποτέλεσμα να απορροφώνται και να ανακλώνται οι χρωματιστές ακτινοβολίες με τέτοιο τρόπο, ώστε στο μάτι μας να φτάνει μονάχα η μπλε ακτινοβολία. Έτσι, μας δημιουργεί την εντύπωση ότι το αίμα είναι μπλε, παρά το γεγονός ότι ξέρουμε περίτρανα πως είναι κόκκινο.