…είναι προτιμότερο να “ρουφάμε” τη μύτη μας, παρά να τη “φυσάμε”;

Βάζω στοίχημα, πως οι περισσότεροι από εμάς έχουμε δεχτεί στο παρελθόν (ή δεχόμαστε και στο παρόν) επιπλήξεις από τους γύρω μας, όταν “ρουφάμε“ τη μύτη μας, αντί να πάρουμε ένα χαρτομάντηλο και να τη “φυσήξουμε”. Υπάρχουν φορές που βρίσκουμε χαρτομάντηλο και ανακουφιζόμαστε “φυσώντας” τη μύτη μας. Υπάρχουν και φορές που δεν έχουμε αυτή την ευκαιρία, οπότε “ρουφάμε” τη μύτη μας. Παραδόξως, είναι πιο υγιεινό να κάνουμε το δεύτερο, συγκριτικά με το πρώτο, άσχετα αν σε ορισμένες περιπτώσεις δε μπορούμε να αποφύγουμε το “φύσημα” της μύτης. Για να γίνουν όλα αυτά κατανοητά, χρειάζονται λίγες απλές γνώσεις ανατομίας του ανθρώπινου κρανίου. Μας ενδιαφέρουν μερικά οστά που βρίσκονται γύρω από τη μύτη, τα οποία οριοθετούν, εν μέρει, αυτό που ονομάζουμε ρινική κοιλότητα. Είναι η άνω γνάθος (δηλαδή η οροφή του στόματός μας που φιλοξενεί και τα πάνω δόντια), το μετωπιαίο οστό (δηλαδή το οστό του μετώπου μας και των φρυδιών μας), καθώς και το ηθμοειδές οστό (που βρίσκεται στο πάνω μέρος της μύτης μας, σχεδόν ανάμεσα στα μάτια). Φαίνεται παράξενο, αλλά τα οστά αυτά είναι κούφια! Δεν πρόκειται για πλήρως συμπαγή οστά. Τα κενά που έχουν μέσα τους ονομάζονται παραρρίνιοι κόλποι (δηλαδή κόλποι δίπλα στη μύτη) και επικοινωνούν με το εσωτερικό της μύτης. Σημαντικοί κόλποι είναι οι μετωπιαίοι που βρίσκονται πάνω από τα μάτια, ενώ ακόμα μεγαλύτεροι είναι οι γναθιαίοι (ή αλλιώς ιγμόρεια) που βρίσκονται κάτω από τα μάτια, δίπλα ακριβώς στα διάσημα ζυγωματικά οστά. Όταν, λοιπόν, “φυσάμε” τη μύτη μας, για να αποβάλουμε τη σιχαμερή βλέννα με όλα τα μικρόβια που αυτή έχει παγιδέψει, δημιουργούνται στο εσωτερικό της μύτης μας ισχυρές πιέσεις. Οι πιέσεις αυτές ωθούν τη βλέννα, άρα και όλα τα μικρόβια που αυτή περιέχει, προς κάθε διέξοδο. Ένα μέρος της βλέννας φεύγει – ευτυχώς – προς τα έξω, ένα μέρος όμως οδηγείται – δυστυχώς – προς τους κόλπους που αναφέραμε παραπάνω. Αν είμαστε αρκετά άτυχοι, τα μικρόβια που καταλήγουν σε αυτούς τους κενούς χώρους αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται, με αποτέλεσμα να πάθουμε τη γνωστή μας ιγμορίτιδα, ασθένεια ενοχλητική και επίμονη. Αντίθετα, όταν “ρουφάμε” τη μύτη μας, δημιουργούνται στο εσωτερικό της μύτης μας ισχυρές υποπιέσεις, οι οποίες “τραβούν” τη βλέννα και τα μικρόβια των κόλπων προς το λαιμό μας, όπου και καταπίνονται (όσο αηδιαστικό κι αν ακούγεται αυτό) προς το στομάχι. Συμπερασματικά, το “φύσημα” της μύτης μπορεί, έστω και σε λίγες περιπτώσεις, να αποβεί επικίνδυνο, ενώ το “ρούφηγμα” της μύτης είναι ακίνδυνο.